- καύχηση
- ητο να καυχιέται κανείς: Αυτό δεν είναι θέμα για καύχηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καύχηση — η (Α καύχησις) [καυχώμαι] 1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία 2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα … Dictionary of Greek
καυχήσῃ — καυχήσηι , καύχησις boasting fem dat sg (epic) καυχάομαι speak loud aor subj mp 2nd sg (attic ionic) καυχάομαι speak loud fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθαλοκομπία — αἰθαλοκομπία, η (Μ) αδικαιολόγητη καύχηση, κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη + κόμπος «κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
αλαζόνευμα — το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι] 1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση 2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια … Dictionary of Greek
αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
αύχησις — αὔχησις, η (Α) [αυχώ] καύχηση, κομπασμός … Dictionary of Greek
γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
ευρεσικομπία — εὑρεσικομπία, ἡ (Α) η επινόηση επιδεικτικής φράσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
καυχηματικός — καυχηματικός, ή, όν (Α) [καύχημα] ο γεμάτος καύχηση, κομπασμό. επίρρ... καυχηματικῶς (Α) με κομπασμό … Dictionary of Greek